jactância - ορισμός. Τι είναι το jactância
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι jactância - ορισμός


jactância      
s.f. (-sXV cf. FichIVPM)
1 atitude de alguém que se manifesta com arrogância e tem alta opinião de si mesmo; vaidade, orgulho, arrogância
2 pretensão de bravura ou altos méritos e conquistas; atitude de quem conta bravatas; fanfarrice
-etim lat. jactantìa,ae 'ação de gabar', do v. jactáre esp. nas acp. 'proferir, dizer publicamente, dizer com ênfase, exaltar, gabar'; ver jact- ; f.hist. sXV jautancia , 1573 jactancia -sin/var jatância; ver tb. sinonímia de fanfarrice e imodéstia -ant ver sinonímia de austeridade
jactância      
sf (de jactar)
1 Bazófia, ostentação, vanglória.
2 Arrogância.
3 Atitude presunçosa
Var: jatância.
Jactância      
f.
Ostentação; vaidade; amôr próprio; arrogância.
(Lat. jactantia)